μωρολόγημα

μωρολόγημα
μωρολόγ-ημα, ατος, τό,
A sillytale, Epicur.Fr.228 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μωρολόγημα — το (Α μωρολόγημα) [μωρολογώ] μωρός, ανόητος λόγος, φλυαρία …   Dictionary of Greek

  • μωρολογημάτων — μωρολόγημα sillytale neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωρολογία — η ανόητη κουβέντα, μωρολόγημα: Η συνεδρίαση συνεχίστηκε με μωρολογίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”